- πελαργούς
- πελαργόςstorkmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπελαργώ — ἀντιπελαργῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω περιποίηση, φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πελαργώ < πελαργός. Η λ. πήρε τη σημασία της από τους πελαργούς, που θεωρούνται πτηνά με αλτρουιστικά αισθήματα, κυρίως από το γεγονός ότι μεταφέρουν στις φτερούγες… … Dictionary of Greek
ιμαντόπους — (Ηimantopus himantopus). Επιστημονική ονομασία πτηνού της οικογένειας των ανωραμφιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Οι κοινές ονομασίες του είναι καλαμοκανάς και αδραχτάς. Είναι διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη, στις παραμεσόγειες περιοχές και… … Dictionary of Greek
πελαργόμορφα — τα ζωολ. τάξη παρυδάτιων καλοβατικών πτηνών που περιλαμβάνει τους πελαργούς, τους ερωδιούς, τις ίβιδες κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pelargomorphae (< πελαργός + μορφή)] … Dictionary of Greek
φλαμί(ν)γκο — το, και φλαμέγκος, ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία 4 ειδών αγελαίων παρυδάτιων πτηνών με πολύ μακριά και λεπτά πόδια, μακρύ λαιμό και κυρτωμένο ράμφος, συγγενικών με τους πελαργούς και τους ερωδιούς, που ανήκουν στην οικογένεια φοινικοπτερίδες και… … Dictionary of Greek
Κλειτίας — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειογράφος. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής του και συνεργάτης του –επίσης γνωστού– Αθηναίου αγγειοπλάστη Εργοτίμου. Άκμασε την εποχή κατά την οποία η ιωνική και η κορινθιακή τέχνη άρχισαν να… … Dictionary of Greek